- πρίμο
- το(λ. ιταλ.), η πρώτη φωνή σε διωδία ή χορωδία: Κάνε εσύ το πρίμο, και κρατώ εγώ το σεγκόντο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Πρίμο ντε Ριβέρα — (Primo de Rivera). Επώνυμο δύο Ισπανών πολιτικών. 1. Μιγκουέλ, (Κάδιξ 1870 – Παρίσι 1930). Πολιτικός και στρατιωτικός. Γενικός διοικητής Καταλανίας το 1923, σε συμφωνία με τον βασιλιά Αλφόνσο ΙΓ’, εξανάγκασε, με στρατιωτικό πραξικόπημα, την… … Dictionary of Greek
πρίμο — το, Ν βλ. πρίμος … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
πρίμος — α, ο / πρῑμος, α, ον, ΝΜΑ, και πρύμος, α, ο, Ν, πρεῑμος, η, ον, Α νεοελλ. 1. (για άνεμο) ευνοϊκός, ούριος 2. το θηλ. ως ουσ. η πρίμα α) η πρίμαντόνα β) συνεκδ. καμπάνα με υψηλό τόνο 3. το ουδ. ως ουσ. το πρίμο η πρώτη, δηλ. η υψηλότερη φωνή, σε… … Dictionary of Greek
σεγκόντο — και σεκόντο και σιγόντο, το, Ν 1. η δεύτερη φωνή στην εκτέλεση ενός τραγουδιού («πρίμο σεγκόντο με όμορφη διπλοπενιά...») 2. φρ. α) «κάνω σεγκόντο» σεγκοντάρω β) «τού κρατάει σεγκόντο» τόν υποστηρίζει, παίρνει το μέρος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… … Dictionary of Greek
Αλφόνσος — I (AlfonsoAlphonso). Όνομα βασιλιάδων και ηγεμόνων των ισπανικών κρατιδίων των Αστουριών, της Λεόνε, της Γαλικίας και της Καστίλης (1 11), καθώς και του ενωμένου κράτους της Ισπανίας (12 13). Η λέξη προέρχεται από παραφθορά του τευτονικού… … Dictionary of Greek
Βάλιε Ινκλάν, Ραμόν Μαρία ντελ- — (Ramόn Maria del Valle Inclάn, Βαλιενουέβα ντε Αρόσα, Γαλικία 1866 – Σαντιάγκο ντε Κομποστέλα 1936). Ισπανός συγγραφέας. Φυσιογνωμία εκκεντρική, και ως άνθρωπος και ως λογοτέχνης, όχι τόσο για τη ζωή που έκανε (ταξίδι σε αναζήτηση τύχης στο… … Dictionary of Greek
Ουναμούνο, Μιγκέλ ντε- — (Miguel de Unamuno, Μπιλμπάο 1864 – Σαλαμάνκα 1936). Ισπανός δοκιμιογράφος, πεζογράφος, φιλόσοφος και θεατρικός συγγραφέας. Το 1891 κατέλαβε την έδρα της ελληνικής φιλολογίας και άρχισε τη διδασκαλία του στο πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκας. Το 1901… … Dictionary of Greek
Φάλαγκα Ισπανική — (Falange espanΦάλαγκα Ισπανικήola). Πολιτικό κίνημα, φασιστικών τάσεων, που ιδρύθηκε στη Μαδρίτη στις 29 Οκτωβρίου 1933 από τον Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα και έθεσε ως σκοπό το «εθνικό μεγαλείο». Το 1934 συνενώθηκε με την Εθνική Συνδικαλιστική … Dictionary of Greek